- δορύπυρος
- δορύ-πῠρος, ον,A with fiery spears,
ἄστρων στρατός Lyr.Adesp.128
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄστρων στρατός Lyr.Adesp.128
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δορύπυρον — δορύπυρος with fiery spears masc/fem acc sg δορύπυρος with fiery spears neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek